Investieren στα ελληνικά
Μετάφραση: investieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, τόπος, διορίζομαι, διαπράττω, βάζω, τοποθετώ, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, κάνω, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amperemeter στα ελληνικά - αμπεριόμετρο, ammeter, αμπερόμετρο, αμπερόμετρου, αμπερομέτρου
- automobil στα ελληνικά - αυτοκίνητο, μηχάνημα, κούρσα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
- behinderte στα ελληνικά - άτομο με ειδικές ανάγκες, ατόμου με αναπηρία, άτομο με αναπηρία, ατόμου με ειδικές ανάγκες, ανάπηρο άτομο
- dimensional στα ελληνικά - διαστάσεων, τρισδιάστατο, τρισδιάστατη, τρισδιάστατα, διαστάσεις
Τυχαίες λέξεις
Investieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, διορίζομαι, διαπράττω, βάζω, τοποθετώ, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, κάνω, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις: μέρος, τόπος, διορίζομαι, διαπράττω, βάζω, τοποθετώ, εξουσιοδοτούμαι, δεσμεύω, κάνω, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν