Jargon στα ελληνικά
Μετάφραση: jargon, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθομιλούμενος, υποκρισία, ορολογία, αργκό, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abhänge στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
- bevölkerung στα ελληνικά - άνθρωποι, κόσμος, άνθρωπος, πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, ...
- datenabhängig στα ελληνικά - εξαρτώμενη από τα δεδομένα
- dreimonatig στα ελληνικά - τρεις μήνες, τρία μήνας, τρία μηνών, τρεις μήνα, τρία μήνα
Τυχαίες λέξεις
Jargon στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθομιλούμενος, υποκρισία, ορολογία, αργκό, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα
Μεταφράσεις: καθομιλούμενος, υποκρισία, ορολογία, αργκό, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα