Konsum στα ελληνικά

Μετάφραση: konsum, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανάλωση, φθίση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Konsum στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anhebung στα ελληνικά - ανύψωση, ανατέλλω, αύξηση, αυξάνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, αυξήσει, ...
  • argumentierte στα ελληνικά - υποστήριξε, υποστήριξαν, ισχυρίστηκε, ισχυρίστηκαν, υποστηριχθεί
  • choral στα ελληνικά - άσμα, ψαλμωδία, άσματος, ασμάτων, σύνθημα
  • darmverstopfung στα ελληνικά - ανωμαλία, παρατυπία, εντερική απόφραξη, εντερικό αποκλεισμό
Τυχαίες λέξεις
Konsum στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανάλωση, φθίση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από