Kuppelung στα ελληνικά
Μετάφραση: kuppelung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, απομόνωση, πιάνω, κλώσημα, θόλος, θόλο, θόλου, τρούλο, τρούλος
Μεταφράσεις
- abhängiger στα ελληνικά - εξαρτώμενος, εξαρτώνται, εξαρτάται από, εξαρτώνται από, εξαρτώμενη
- denkwürdigkeiten στα ελληνικά - απομνημονεύματα, Αναμνήσεις, τα απομνημονεύματά, Απομνημονεύματά, Απομνημονευμάτων
- dienstpferde στα ελληνικά - άλογο, αλόγου, ίππων, αλόγων, των ίππων
- dossiers στα ελληνικά - φακέλων, φάκελοι, φακέλους, φακέλων που, τους φακέλους
Τυχαίες λέξεις
Kuppelung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, απομόνωση, πιάνω, κλώσημα, θόλος, θόλο, θόλου, τρούλο, τρούλος
Μεταφράσεις: αρπάζω, απομόνωση, πιάνω, κλώσημα, θόλος, θόλο, θόλου, τρούλο, τρούλος