Kur στα ελληνικά

Μετάφραση: kur, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανορθώνω, θεραπεύω, αποκαθιστώ, αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
Kur στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkoholismus στα ελληνικά - αλκοολισμός, αλκοολισμό, αλκοολισμού, τον αλκοολισμό, ο αλκοολισμός
  • aufteilen στα ελληνικά - διχοτομία, μοιράζω, μοίρα, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, ...
  • base στα ελληνικά - βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
  • codiert στα ελληνικά - κωδικοποιημένες, κωδικοποιημένα, κωδικοποιημένη, κωδικοποιημένο, κωδικοποιούνται
Τυχαίες λέξεις
Kur στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανορθώνω, θεραπεύω, αποκαθιστώ, αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία