Kurz στα ελληνικά
Μετάφραση: kurz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομα, μικρός, σύντομος, λίγο, κοντός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdrehen στα ελληνικά - στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
- abmeldung στα ελληνικά - ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
- aufwiegelnd στα ελληνικά - στασιαστικός, εμπρηστικός, εμπρηστικές, εμπρηστική, εμπρηστικά, εμπρηστικών
- ausweichmanöver στα ελληνικά - ενέργεια διαφυγής, αποφυγής, ένα χειρισμό αποφυγής, χειρισμό αποφυγής, δράση αποφυγής
Τυχαίες λέξεις
Kurz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομα, μικρός, σύντομος, λίγο, κοντός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
Μεταφράσεις: σύντομα, μικρός, σύντομος, λίγο, κοντός, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής