Langsam στα ελληνικά

Μετάφραση: langsam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργός, καθυστερημένος, άνετος, αργά, βραδύς, σιγά, σιγά-, εύκολος, βραδέως, αργή
Langsam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ableitbar στα ελληνικά - συμπέραστος, συνάγονται
  • anpassungsfähigkeit στα ελληνικά - ευκαμψία, ευλυγισία, ικανότητα προσαρμογής, προσαρμοστικότητα, προσαρμοστικότητας, της προσαρμοστικότητας, προσαρμογής
  • apodiktisch στα ελληνικά - apodictically
  • betonungen στα ελληνικά - τάσεις, τονίζει, καταπονήσεις, υπογραμμίζει, τάσεων
Τυχαίες λέξεις
Langsam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργός, καθυστερημένος, άνετος, αργά, βραδύς, σιγά, σιγά-, εύκολος, βραδέως, αργή