Καθυστερημένος στα γερμανικά
Μετάφραση: καθυστερημένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rückwärts, langsam, zurückgeblieben, verzögert, verzögerte, verzögerten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστερημένος
καθυστερημένος λογαριασμός δεη, καθυστερημένος αντώνυμα, καθυστερημένοσ μυϊκόσ πόνοσ, καθυστερημένος συνώνυμο, διανοητικά καθυστερημένοσ, καθυστερημένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, καθυστερημένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καθρέφτης στα γερμανικά - außenspiegel, widerspiegeln, spiegel, spiegeln, reflektieren, Spiegel, Spiegels
- καθυστέρηση στα γερμανικά - stockung, überfall, verzögerung, verzögern, verkehrsbehinderung, verzug, raubüberfall, ...
- καθυστερούμενα στα γερμανικά - schulden, rückstände, rückstand, Zahlungsverzug, Verzug, Rückstand, Rückstände, ...
- καθυστερώ στα γερμανικά - aufhalten, idiot, verlangsamen, vollidiot, trottel, verzögern, schwachkopf, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερημένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rückwärts, langsam, zurückgeblieben, verzögert, verzögerte, verzögerten
Μεταφράσεις: rückwärts, langsam, zurückgeblieben, verzögert, verzögerte, verzögerten