Leistungsfähig στα ελληνικά
Μετάφραση: leistungsfähig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτελεσματικός, αποδοτικός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- augenschraube στα ελληνικά - κοχλιοδακτύλιος, βιδωτό κρίκο, κρίκος με κοχλία, κρίκο με κοχλία, βιδωτό κρίκο που
- beziehungskiste στα ελληνικά - σχέση, κλουβί, καφάσι, κιβώτιο, καφασιού, κιβωτίου
- bombenbau στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
- dehnungen στα ελληνικά - επεκτάσεις, επεκτάσεων, διαστολές, διευρύνσεις, επεκτάσεων του
Τυχαίες λέξεις
Leistungsfähig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές