Los στα ελληνικά

Μετάφραση: los, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοίρα, μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, λυτός, ειμαρμένη, πεπρωμένο, κλήρος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Los στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anmaßung στα ελληνικά - έπαρση, αξίωση, τεκμήριο, τεκμηρίου, υπόθεση, το τεκμήριο, τεκμαίρεται
  • aufopferungen στα ελληνικά - θυσίες, θυσιών, τις θυσίες, θυσίες που, οι θυσίες
  • dickleibigkeit στα ελληνικά - παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
  • doping στα ελληνικά - ντοπάρισμα, ντόπινγκ, αναβολικών, το ντόπινγκ, φαρμακοδιέγερσης
Τυχαίες λέξεις
Los στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοίρα, μπόσικος, χαλαρός, λάσκος, λυτός, ειμαρμένη, πεπρωμένο, κλήρος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή