Πεπρωμένο στα γερμανικά
Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schicksal, verhängnis, los, geschick, Schicksal, Bestimmung, Schicksals, das Schicksal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο
πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας γερμανικά, πεπρωμένο στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πεπερασμένος στα γερμανικά - teilüberdeckung, endliche, endlich, endlichen, Finite, endlicher
- πεποίθηση στα γερμανικά - eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, ...
- πεπτικός στα γερμανικά - nahrhaft, Verdauungs-, Verdauungs, verdauungsfördernde
- περήφανος στα γερμανικά - stolz, hochmütig, erhaben, stolz darauf, stolze, stolz auf
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schicksal, verhängnis, los, geschick, Schicksal, Bestimmung, Schicksals, das Schicksal
Μεταφράσεις: schicksal, verhängnis, los, geschick, Schicksal, Bestimmung, Schicksals, das Schicksal