Mächtig στα ελληνικά
Μετάφραση: mächtig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρός, δυνατός, ράπισμα, έξοχος, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abzugsbügel στα ελληνικά - σκανδάλη, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
- anarchien στα ελληνικά - αναρχίες
- auffordernd στα ελληνικά - προτρέποντας, με αποτέλεσμα, ζητά, προτρέπει, προκαλώντας
- beglaubigt στα ελληνικά - πιστοποιημένη, πιστοποιημένο, πιστοποιηθεί, πιστοποιημένα, πιστοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Mächtig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρός, δυνατός, ράπισμα, έξοχος, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: ισχυρός, δυνατός, ράπισμα, έξοχος, δυναμικός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές