Müdigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: müdigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absatzkanal στα ελληνικά - διέξοδος, κανάλι πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων, κανάλι διάθεσης, δίκτυα πωλήσεων, δικτύου πωλήσεων
- aufnahmefähigkeit στα ελληνικά - δεκτικότητα, δεκτικότητας, δεκτικότητά, τη δεκτικότητα, τη δεκτικότητά
- berücksichtigen στα ελληνικά - θεωρώ, λαμβάνει υπόψη, λαμβάνουν υπόψη, να λαμβάνει υπόψη, να λάβει υπόψη, να λαμβάνουν υπόψη
Τυχαίες λέξεις
Müdigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Μεταφράσεις: κόπωση, κόπος, κούραση, κόπωσης, την κούραση, κούρασης