Mühsal στα ελληνικά
Μετάφραση: mühsal, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακουχία, μόχθος, κόπος, μόχθο, μόχθου, κόπο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abscherung στα ελληνικά - διάτμηση, κουρά, κοπη, διάτμησης, διατμήσεως
- aufgeräumt στα ελληνικά - φαιδρός, αρκετός, συγυρισμένος, τακτοποιώ, συγυρίζω, τακτοποιημένος, τακτοποιημένο, ...
- brühen στα ελληνικά - ετοιμάζω, βρασμού, ρόφημα, μπύρα, παρασκευάζει
- buchbestand στα ελληνικά - βιβλία, τα βιβλία, βιβλίων, βιβλία που, βιβλίο
Τυχαίες λέξεις
Mühsal στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακουχία, μόχθος, κόπος, μόχθο, μόχθου, κόπο
Μεταφράσεις: κακουχία, μόχθος, κόπος, μόχθο, μόχθου, κόπο