Minderheit στα ελληνικά
Μετάφραση: minderheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akzentuierende στα ελληνικά - εντείνοντας, τονίζοντας, έμφαση, επιτείνει, εντείνουν
- akzentuierte στα ελληνικά - επιτείνεται, τονίζεται, τονίζονται, εντονότερη, εντείνεται
- ausarbeitende στα ελληνικά - Εργασία Out, λειτουργώντας έξω, που συνεπάγεται η δουλειά, εκείνοι που ασχολούνται, και εκείνοι που ασχολούνται
- buckliger στα ελληνικά - καμπούρης, καμπούρα, καμπούρη, hunchback, Κουασιμόδου
Τυχαίες λέξεις
Minderheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων