Naturell στα ελληνικά
Μετάφραση: naturell, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύση, διάθεση, ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο, την ιδιοσυγκρασία, ιδιοσυγκρασίας, η ιδιοσυγκρασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abwesende στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
- angenommene στα ελληνικά - υιοθέτησε, που εγκρίθηκε, εγκρίθηκε, ενέκρινε, εξέδωσε
- arbeitsergebnis στα ελληνικά - παραγωγή, του εισοδήματος από εργασία, το εισόδημα της εργασίας, τα εισοδήματα από εργασία, του εισοδήματος εργασίας, εισοδήματος από την εργασία
- bedeutete στα ελληνικά - σήμαινε, εννοείται, σημαίνει, νοείται, προορίζεται
Τυχαίες λέξεις
Naturell στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύση, διάθεση, ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο, την ιδιοσυγκρασία, ιδιοσυγκρασίας, η ιδιοσυγκρασία
Μεταφράσεις: φύση, διάθεση, ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο, την ιδιοσυγκρασία, ιδιοσυγκρασίας, η ιδιοσυγκρασία