Nehmend στα ελληνικά
Μετάφραση: nehmend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, λαμβάνοντας, Λαμβανομένων, Λαμβανομένης, Η λήψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aseptische στα ελληνικά - άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
- beitragender στα ελληνικά - συνεργάτης, συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει, συμβολή
- berechtigend στα ελληνικά - δικαίωμα, επιτρέπει, που επιτρέπει, που επιτρέπουν, οποία επιτρέπει
- bestäubt στα ελληνικά - γονιμοποιούνται, επικονιάζονται, επικονιάσθηκαν, επικονιάστηκαν, επικονιάσεως
Τυχαίες λέξεις
Nehmend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, λαμβάνοντας, Λαμβανομένων, Λαμβανομένης, Η λήψη
Μεταφράσεις: λήψη, λαμβάνοντας, Λαμβανομένων, Λαμβανομένης, Η λήψη