Offen στα ελληνικά
Μετάφραση: offen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειλικρινής, εγκαινιάζω, ανοιχτά, αμβλύς, άτεχνος, ανοικτός, ανοίγω, μονοκόμματος, ντόμπρος, ανοιχτός, ευθύς, φανερός, απότομος, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abmarsch στα ελληνικά - αναχώρηση, απόκλιση, αναχώρησης, την αναχώρηση, αναχώρησή, αποχώρηση
- besänftigt στα ελληνικά - κατευναστεί, κατευναστούν, appeased, κατεύνασε, κατεύναζε
- betreffend στα ελληνικά - σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά
- bewaffnung στα ελληνικά - όπλα, εξοπλισμός, όπλων, τα όπλα, οπλισμού, των όπλων
Τυχαίες λέξεις
Offen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειλικρινής, εγκαινιάζω, ανοιχτά, αμβλύς, άτεχνος, ανοικτός, ανοίγω, μονοκόμματος, ντόμπρος, ανοιχτός, ευθύς, φανερός, απότομος, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Μεταφράσεις: ειλικρινής, εγκαινιάζω, ανοιχτά, αμβλύς, άτεχνος, ανοικτός, ανοίγω, μονοκόμματος, ντόμπρος, ανοιχτός, ευθύς, φανερός, απότομος, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό