Ανοιχτά στα γερμανικά
Μετάφραση: ανοιχτά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offen, öffentlich, offen zu, offener, ganz offen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτά
ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανοιχτά στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανοικοδόμηση στα γερμανικά - erneuernd, Wiederaufbau, Rekonstruktion, Rekonstruktions, Umbau
- ανοικτός στα γερμανικά - öffnet, offen, übersichtlich, ehrlich, erschließen, aufschlagen, geöffnet, ...
- ανοιχτοχέρης στα γερμανικά - generös, freigebig, freigiebig, freizügig, offene Hand
- ανοιχτός στα γερμανικά - aufmachen, geöffnet, erschließen, eröffnen, übersichtlich, aufschlagen, öffnet, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: offen, öffentlich, offen zu, offener, ganz offen
Μεταφράσεις: offen, öffentlich, offen zu, offener, ganz offen