Oxidieren στα ελληνικά
Μετάφραση: oxidieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερίζω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
![Oxidieren στα ελληνικά Oxidieren στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-de-gr-29569.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angaben στα ελληνικά - στοιχεία, πληροφορίες, δεδομένα, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
- bestimmtheit στα ελληνικά - σκοπός, αποφασιστικότητα, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
- bestreitet στα ελληνικά - αρνείται, αμφισβητεί, στερεί, αρνείται την, αμφισβητεί το
- brieschen στα ελληνικά - γλυκάδια
Τυχαίες λέξεις
Oxidieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερίζω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Μεταφράσεις: αερίζω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει