Oxidieren στα ελληνικά

Μετάφραση: oxidieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερίζω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Oxidieren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angaben στα ελληνικά - στοιχεία, πληροφορίες, δεδομένα, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
  • bestimmtheit στα ελληνικά - σκοπός, αποφασιστικότητα, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
  • bestreitet στα ελληνικά - αρνείται, αμφισβητεί, στερεί, αρνείται την, αμφισβητεί το
  • brieschen στα ελληνικά - γλυκάδια
Τυχαίες λέξεις
Oxidieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερίζω, οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει