Pünktlich στα ελληνικά
Μετάφραση: pünktlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεκριμένος, ακριβολόγος, συνεπής, ακριβής, συνέπεια, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbrechen στα ελληνικά - διάλλειμα, διάλειμμα, ακυρώνω, αποβάλλω, σπάζω, παύω, αντεπίθεση, ...
- aluminiumbeschichtet στα ελληνικά - με επικάλυψη, επιχρισμένα, επικαλυμμένα, επικαλυμμένο, επικαλυμμένη
- bessernd στα ελληνικά - η βελτίωση της, η βελτίωση, μια ανακάμπτουσα, προβλέπει τη βελτίωση, την βελτίωση όσον
- bezahlend στα ελληνικά - πληρωτέος, Πληρωτέα, Πληρωτέο, Πληρωτέων, με πληρωμή
Τυχαίες λέξεις
Pünktlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ακριβολόγος, συνεπής, ακριβής, συνέπεια, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα
Μεταφράσεις: συγκεκριμένος, ακριβολόγος, συνεπής, ακριβής, συνέπεια, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, έγκαιρα