Partikel στα ελληνικά

Μετάφραση: partikel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωματίδιο, άτομο, μόριο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Partikel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abreagieren στα ελληνικά - διέξοδος, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμός, διέξοδο
  • anwachsen στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
  • brandfleck στα ελληνικά - καψαλίζω, καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
  • cheerleader στα ελληνικά - μαζορέτα, μαζορέτας, μαζορέτες, Η μαζορέτα
Τυχαίες λέξεις
Partikel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωματίδιο, άτομο, μόριο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων