Pflichteifer στα ελληνικά

Μετάφραση: pflichteifer, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζήλος, καθήκον, δασμός, δασμού, δασμό, δασμών
Pflichteifer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apolitisches στα ελληνικά - απολιτική, απολιτικό, απολιτικός, απολιτικά, απολιτικοί
  • arbeitsraum στα ελληνικά - χώρο, χώρος, χώρου, διάστημα, κόπηκε
  • begossen στα ελληνικά - ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
  • bezeugungen στα ελληνικά - μαρτυρίες, καταθέσεις, τις μαρτυρίες, μαρτυριών, μαρτυρίες που
Τυχαίες λέξεις
Pflichteifer στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζήλος, καθήκον, δασμός, δασμού, δασμό, δασμών