Pissen στα ελληνικά
Μετάφραση: pissen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, εξαναγκάζω, λιμνούλα, κάνω, φτιάχνω, λούτσα, ουρώ, ούρο, piss, κάτουρο, κάτουρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abfüllend στα ελληνικά - χορταστικός, γέμισμα, σφράγισμα, εμφιάλωση, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως, την εμφιάλωση, ...
- assembler στα ελληνικά - συνέλευση, ομήγυρη, συναρμολόγησης, συναρμολογητή, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής
- begutachtete στα ελληνικά - εξετάστηκαν, εξέτασε, εξετάστηκε, εξετάζονται, εξετάζεται
- dröhnte στα ελληνικά - βουίξει, άνθηση, boomed, βούιξε, παρουσίασε ραγδαία αύξηση
Τυχαίες λέξεις
Pissen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, λιμνούλα, κάνω, φτιάχνω, λούτσα, ουρώ, ούρο, piss, κάτουρο, κάτουρα
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, λιμνούλα, κάνω, φτιάχνω, λούτσα, ουρώ, ούρο, piss, κάτουρο, κάτουρα