Rein στα ελληνικά
Μετάφραση: rein, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεστομίζω, απότομος, αισχρός, τελειοποιώ, απέριττος, καθαρίζω, άχραντος, πρόστυχος, αγνά, απόλυτος, ευθύς, εκστομίζω, ίσιος, γυμνός, κάμπος, απόκρημνος, καθαρώς, καθαρά, αμιγώς, αποκλειστικά, απλώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- achtzig στα ελληνικά - ογδόντα, από ογδόντα
- akazie στα ελληνικά - ακακία, ακακίας, ακάκια, η ακακία, αραβικό κόμμι
- ausziehend στα ελληνικά - γδύσιμο, γδύνεται, να γδύνεται, ξεντύσιμο, να γδύνεται και
Τυχαίες λέξεις
Rein στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεστομίζω, απότομος, αισχρός, τελειοποιώ, απέριττος, καθαρίζω, άχραντος, πρόστυχος, αγνά, απόλυτος, ευθύς, εκστομίζω, ίσιος, γυμνός, κάμπος, απόκρημνος, καθαρώς, καθαρά, αμιγώς, αποκλειστικά, απλώς
Μεταφράσεις: ξεστομίζω, απότομος, αισχρός, τελειοποιώ, απέριττος, καθαρίζω, άχραντος, πρόστυχος, αγνά, απόλυτος, ευθύς, εκστομίζω, ίσιος, γυμνός, κάμπος, απόκρημνος, καθαρώς, καθαρά, αμιγώς, αποκλειστικά, απλώς