Schärfen στα ελληνικά
Μετάφραση: schärfen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbaufähig στα ελληνικά - εφαρμόσιμη, εφαρμόσιμο, λειτουργική, εφαρμόσιμες, λειτουργικό
- abstiege στα ελληνικά - Downs, κατεβάζει, τα κάτω, διακυμάνσεις, αποσβέσεις
- basilika στα ελληνικά - βασιλική, βασιλικής, βασιλική του, τη Βασιλική, βασιλική της
- beifahrer στα ελληνικά - συνοδηγός, συνοδηγού, συνοδηγό, του συνοδηγού, ο συνοδηγός
Τυχαίες λέξεις
Schärfen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν