Schmierfett στα ελληνικά
Μετάφραση: schmierfett, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γράσο, λιπαντικό, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnehmend στα ελληνικά - φθίνουσα, μειώνοντας, μείωση, μειώνεται, τη μείωση
- akademiker στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
- ausgerufen στα ελληνικά - διακήρυξε
- befehlsverknüpfung στα ελληνικά - εντολή συντόμευσης, εντολή συντόμευσης για
Τυχαίες λέξεις
Schmierfett στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γράσο, λιπαντικό, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
Μεταφράσεις: γράσο, λιπαντικό, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών