Selbsttätig στα ελληνικά
Μετάφραση: selbsttätig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόματο, αυτοματικός, αυτενέργεια, ενεργοποιούνται αυτομάτως, αυτενεργών, αυτόματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbildend στα ελληνικά - χαρτογράφηση, χαρτογράφησης, τη χαρτογράφηση, αντιστοίχιση, χαρτογράφηση των
- biegsam στα ελληνικά - εύκαμπτος, ευλύγιστος, εύπλαστος, εύκαμπτο, εύκαμπτη, εύπλαστο
- bombenbauen στα ελληνικά - βομβών, κατασκευή βομβών, κατασκευή βομβών ή, την κατασκευή βομβών, κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών
- brennholz στα ελληνικά - καυσόξυλα, καυσόξυλων, ξύλα, τα καυσόξυλα, καυσόξυλο
Τυχαίες λέξεις
Selbsttätig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόματο, αυτοματικός, αυτενέργεια, ενεργοποιούνται αυτομάτως, αυτενεργών, αυτόματος
Μεταφράσεις: αυτόματο, αυτοματικός, αυτενέργεια, ενεργοποιούνται αυτομάτως, αυτενεργών, αυτόματος