Stadtbewohner στα ελληνικά
Μετάφραση: stadtbewohner, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστός, πόλη, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, κάτοικος πόλης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annehmbar στα ελληνικά - δεκτός, μέτριος, διαβατός, αποδεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, ...
- aufdringliche στα ελληνικά - παρεμβατική, ενοχλητικές, παρεμβατικό, αδιάκριτο, οχληρά
- auswechseln στα ελληνικά - ανταλλάσσω, αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, ...
- betrübte στα ελληνικά - βασανιζόμενος, στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
Τυχαίες λέξεις
Stadtbewohner στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστός, πόλη, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, κάτοικος πόλης
Μεταφράσεις: αστός, πόλη, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, κάτοικος πόλης