Steigen στα ελληνικά

Μετάφραση: steigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, ανατέλλω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αυξάνω, αύξηση, ορθώνομαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Steigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alleinherrscher στα ελληνικά - δεσποτικός, αυτοκράτορας, μονάρχης, απόλυτος μονάρχης, απολυταρχικού, αυτοκράτωρ
  • anspruchsteller στα ελληνικά - ενάγων, ενάγοντα, αιτών, ενάγοντος, αιτούντα
  • asketisches στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
  • bearbeitet στα ελληνικά - επεξεργασία, επιμέλεια, επεξεργαστεί, άλλαξε, επεξεργαστείτε
Τυχαίες λέξεις
Steigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, ανατέλλω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αυξάνω, αύξηση, ορθώνομαι, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει