Steril στα ελληνικά
Μετάφραση: steril, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρός, μάταιος, εγωκεντρικός, άκαρπος, καθαρίζω, άγονος, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausbreiten στα ελληνικά - απλώνω, διεύρυνση, επέκταση, φουντώνω, διαδίδω, διάδοση, εξάπλωση, ...
- bedrohen στα ελληνικά - απειλώ, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
- blackout στα ελληνικά - συσκότιση, συσκότισης, διακοπή ρεύματος, μπλακάουτ
- decodierte στα ελληνικά - αποκωδικοποιούνται, αποκωδικοποιηθεί, αποκωδικοποιείται, αποκωδικοποιηθούν, αποκωδικοποιημένο
Τυχαίες λέξεις
Steril στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρός, μάταιος, εγωκεντρικός, άκαρπος, καθαρίζω, άγονος, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
Μεταφράσεις: καθαρός, μάταιος, εγωκεντρικός, άκαρπος, καθαρίζω, άγονος, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα