Tapferkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: tapferkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενναιότητα, θάρρος, αντοχή, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Tapferkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • billiarden στα ελληνικά - Billi, Μπίλλη
  • bimsen στα ελληνικά - μελετώ εντατικά, SWOT, ανάλυση SWOT, ανάλυσης SWOT
  • bäuerliche στα ελληνικά - αγροτικός, αγροτικής, αγροτικές, αγροτική, υπαίθρου
  • definitionsbereich στα ελληνικά - κυριαρχία, αρμοδιότητα, κτήση, περιοχή, φάσμα, εύρος, γκάμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Tapferkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενναιότητα, θάρρος, αντοχή, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα