Γενναιότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: γενναιότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mut, tapferkeit, Tapferkeit, Mut, Tapferkeits, Bravour
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναιότητα
γενναιότητα συνωνυμα, γενναιότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, γενναιότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- γενναιόδωρα στα γερμανικά - freigebige, generös, großzügig, groß, grosszügig, großzügige
- γενναιόδωρος στα γερμανικά - freizügig, generös, freigiebig, freigebig, großzügig, großzügige, großzügigen, ...
- γεννητικός στα γερμανικά - geschlechtsteil, geschlechtlich, generativ, generativen, generative, generativer, generatives
- γεννοβολώ στα γερμανικά - hervorbringen, laich, rasse, brut, art, zeugen, zucht, ...
Τυχαίες λέξεις
Γενναιότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mut, tapferkeit, Tapferkeit, Mut, Tapferkeits, Bravour
Μεταφράσεις: mut, tapferkeit, Tapferkeit, Mut, Tapferkeits, Bravour