Teilüberdeckung στα ελληνικά
Μετάφραση: teilüberdeckung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμένος, πεπερασμένος, εν μέρει, μερικώς, μέρει, μερική, μερικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beharrlichkeit στα ελληνικά - επιμονή, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
- bomber στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
- deckgewebe στα ελληνικά - αδιαφανές, αδιαφανή, αδιαφανείς, αδιαφανής, αδιαφανούς
Τυχαίες λέξεις
Teilüberdeckung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμένος, πεπερασμένος, εν μέρει, μερικώς, μέρει, μερική, μερικά
Μεταφράσεις: περιορισμένος, πεπερασμένος, εν μέρει, μερικώς, μέρει, μερική, μερικά