Πεπερασμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: πεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
teilüberdeckung, endliche, endlich, endlichen, Finite, endlicher
Πεπερασμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος

πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, πεπερασμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • πεντηκοστός στα γερμανικά - fünfzigste, fünfzigsten, fünfzig, fünfzigstes, fünfzigster
  • πεπαλαιωμένος στα γερμανικά - veraltet, abgenutzt, verschlissen, abgenutzten, erschöpft, abgenutzte
  • πεποίθηση στα γερμανικά - eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, ...
  • πεπρωμένο στα γερμανικά - schicksal, verhängnis, los, geschick, Schicksal, Bestimmung, Schicksals, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπερασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: teilüberdeckung, endliche, endlich, endlichen, Finite, endlicher