Tragfähig στα ελληνικά
Μετάφραση: tragfähig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεκτός, δεκτός, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausgestaltung στα ελληνικά - τακτοποίηση, διακανονισμός, στολισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, διαμόρφωση, διαμόρφωσης, ...
- ausgeübt στα ελληνικά - ασκούνται, ασκείται, ασκηθεί, ασκήσει, ασκεί
- blickend στα ελληνικά - ψάχνετε, αναζητούν, ψάχνει, κοιτάζοντας, ψάχνουν
- definieren στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Τυχαίες λέξεις
Tragfähig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεκτός, δεκτός, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
Μεταφράσεις: αποδεκτός, δεκτός, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο