Αποδεκτός στα γερμανικά

Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akzeptabel, annehmbar, zulässig, tragfähig, annehmbare, zulässigen, zulässige, für zulässig
Αποδεκτός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκτός

αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποδεκτός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αποδεικνύω στα γερμανικά - demonstrieren, probieren, präsentieren, erproben, zeigen, beweisen, veranschaulichen, ...
  • αποδεκατίζω στα γερμανικά - dezimieren, zu dezimieren, dezimiert, Dezimierung
  • αποδεσμεύω στα γερμανικά - entfesseln, befreien, unshackle
  • αποδημία στα γερμανικά - abwanderung, völkerwanderung, umzug, wanderung, migration, Migration, Wanderung, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: akzeptabel, annehmbar, zulässig, tragfähig, annehmbare, zulässigen, zulässige, für zulässig