Tragfläche στα ελληνικά
Μετάφραση: tragfläche, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausgeübt στα ελληνικά - ασκούνται, ασκείται, ασκηθεί, ασκήσει, ασκεί
- dampfend στα ελληνικά - ατμό, στον ατμό, ατμοποίησης, μαγείρεμα στον ατμό, βράσιμο στον ατμό
- dehnend στα ελληνικά - τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
- diebische στα ελληνικά - σούφρωμα, κλοπή, thieving, κλοπές, κλέφτες
Τυχαίες λέξεις
Tragfläche στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Μεταφράσεις: φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο