Unbegründet στα ελληνικά
Μετάφραση: unbegründet, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, αργόσχολος, αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, αβάσιμες, αβάσιμοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abendlich στα ελληνικά - βράδι, βράδυ, απόγευμα, το βράδυ, βραδιά, βραδινό
- abreagiert στα ελληνικά - αντέδρασε, αντιδράσει, αντέδρασαν, αντιδρά, αντιδρούν
- beitrag στα ελληνικά - πρέπων, μοιράζω, χωρίζω, συμβολή, μοιράζομαι, μερίδιο, κλήρος, ...
- besserungsanstalt στα ελληνικά - μεταρρυθμιστικός, σωφρονιστήριο, αναμορφωτικά, αναμορφωτήριο, αναμορφωτικό
Τυχαίες λέξεις
Unbegründet στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, αργόσχολος, αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, αβάσιμες, αβάσιμοι
Μεταφράσεις: άνεργος, τεμπέλης, αδρανής, αργόσχολος, αβάσιμος, αβάσιμη, αβάσιμο, αβάσιμες, αβάσιμοι