Unmittelbar στα ελληνικά
Μετάφραση: unmittelbar, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωθώ, σκηνοθετώ, διαισθητικός, γρήγορος, γοργός, στιγμή, υποκινώ, αμέσως, στιγμιαίος, καθοδηγώ, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbiegung στα ελληνικά - στροφή, προμήθεια, προσφοράς, παροχή, εφοδιασμού, προμήθειας
- anarchist στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, αναρχικών, αναρχικού
- bemutternd στα ελληνικά - μητρότητα, μητρότητας, τη μητρότητα, η μητρική, μητρικό
- dinge στα ελληνικά - τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες
Τυχαίες λέξεις
Unmittelbar στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωθώ, σκηνοθετώ, διαισθητικός, γρήγορος, γοργός, στιγμή, υποκινώ, αμέσως, στιγμιαίος, καθοδηγώ, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Μεταφράσεις: ωθώ, σκηνοθετώ, διαισθητικός, γρήγορος, γοργός, στιγμή, υποκινώ, αμέσως, στιγμιαίος, καθοδηγώ, άμεσα, άμεση, πάραυτα