Unterbrechung στα ελληνικά

Μετάφραση: unterbrechung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάσμα, διάλλειμα, εναιώρημα, κενό, ανακοπή, διακοπή, σηκός, σταματώ, δισταγμός, διάλειμμα, στάση, αντεπίθεση, διστακτικότητα, σπάζω, αναστολή, παύση, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Unterbrechung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anerkennenswert στα ελληνικά - αξιόπιστος, αξιέπαινος, αξιόλογη, αξιόπιστων, πιστώνεται
  • beitragend στα ελληνικά - συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει, συμβολή
  • bescheinigung στα ελληνικά - ράμφος, πιστοποιητικό, λογαριασμός, νομοσχέδιο, κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποιητικού, ...
  • druckpumpen στα ελληνικά - αντλίες, αντλιών, αντλιες, τις αντλίες, οι αντλίες
Τυχαίες λέξεις
Unterbrechung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάσμα, διάλλειμα, εναιώρημα, κενό, ανακοπή, διακοπή, σηκός, σταματώ, δισταγμός, διάλειμμα, στάση, αντεπίθεση, διστακτικότητα, σπάζω, αναστολή, παύση, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της