Vereinigen στα ελληνικά
Μετάφραση: vereinigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγχωνεύω, συνδυάζω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύομαι, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anwendungsmöglichkeit στα ελληνικά - δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να
- aufgesagt στα ελληνικά - declaimed
- aufwärterin στα ελληνικά - επιστάτης, αεροδός, τροφοδότης, συνοδός, αεροσυνοδός
- ausgiebig στα ελληνικά - εκτεταμένα, διεξοδικός, εκτεταμένος, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, ...
Τυχαίες λέξεις
Vereinigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγχωνεύω, συνδυάζω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύομαι, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Μεταφράσεις: συγχωνεύω, συνδυάζω, κατατάσσομαι, ενοποιώ, ενώνω, συνενώνω, συνδέω, συγχωνεύομαι, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν