Vergleichbarkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: vergleichbarkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβάλλω, παραβολή, σύγκριση, συγκρισιμότητα, συγκρισιμότητας, τη συγκρισιμότητα, η συγκρισιμότητα, δυνατότητα σύγκρισης
Vergleichbarkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abfertigung στα ελληνικά - επεξεργασία, εκκαθάριση, ξέφωτο, κάθαρση, εκκαθάρισης, κάθαρσης, σουτ
  • abnehmer στα ελληνικά - αποδέκτης, πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, του πελάτη
  • bewandert στα ελληνικά - προχωρημένος, έντεχνος, ικανός, εντριβής, μυημένος, έμπειρος
  • bezweifelnde στα ελληνικά - αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
Τυχαίες λέξεις
Vergleichbarkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβάλλω, παραβολή, σύγκριση, συγκρισιμότητα, συγκρισιμότητας, τη συγκρισιμότητα, η συγκρισιμότητα, δυνατότητα σύγκρισης