Verordnung στα ελληνικά
Μετάφραση: verordnung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαγορεύω, διάταγμα, παραγραφή, παραγγελία, θεσπίζω, προσταγή, παραγγέλλω, εντολή, θέσπισμα, κανονισμός, ρύθμιση, κανονισμού, κανονισμό, τον κανονισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anschaulichste στα ελληνικά - σαφέστερη, σαφέστερο, πιο σαφή, καθαρότερη, σαφέστερες
- bemerkungen στα ελληνικά - σχόλια, τα σχόλια, παρατηρήσεις, τις παρατηρήσεις, παρατηρήσεων
- besinnlich στα ελληνικά - στοχαστικός, στοχαστική, στοχαστικό, στοχαστικές, στοχαστικής
- bühnenarbeiter στα ελληνικά - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζόμενο, εργαζομένου, εργαζομένων
Τυχαίες λέξεις
Verordnung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαγορεύω, διάταγμα, παραγραφή, παραγγελία, θεσπίζω, προσταγή, παραγγέλλω, εντολή, θέσπισμα, κανονισμός, ρύθμιση, κανονισμού, κανονισμό, τον κανονισμό
Μεταφράσεις: υπαγορεύω, διάταγμα, παραγραφή, παραγγελία, θεσπίζω, προσταγή, παραγγέλλω, εντολή, θέσπισμα, κανονισμός, ρύθμιση, κανονισμού, κανονισμό, τον κανονισμό