Wagen στα ελληνικά
Μετάφραση: wagen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπονητής, άμαξα, εξοπλίζω, πούλμαν, κούρσα, αραμπάς, χειράμαξα, στήνω, βαγόνι, κουβαλώ, προπονώ, δικτυωτό, τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abrichtlineal στα ελληνικά - ρίγας, χάρακα, straightedge, straightedge για, κανόνα οριζοντίωσης
- annullierte στα ελληνικά - ακυρώθηκε, ακυρώσεις, ακυρωθεί, ακυρώσεις τουλάχιστον, ακυρώνεται
- armloch στα ελληνικά - armhole, Βουρτσισμένο, Βουρτσισμένο εσωτερικά
- beklagt στα ελληνικά - καταγγέλλει, παραπονιέται, προσάπτει, διαμαρτύρεται, παραπονείται
Τυχαίες λέξεις
Wagen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπονητής, άμαξα, εξοπλίζω, πούλμαν, κούρσα, αραμπάς, χειράμαξα, στήνω, βαγόνι, κουβαλώ, προπονώ, δικτυωτό, τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να
Μεταφράσεις: προπονητής, άμαξα, εξοπλίζω, πούλμαν, κούρσα, αραμπάς, χειράμαξα, στήνω, βαγόνι, κουβαλώ, προπονώ, δικτυωτό, τολμώ, τολμούν, τολμήσει, τολμούσε, τολμούν να