Waise στα ελληνικά

Μετάφραση: waise, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορφανός, ορφανό, ορφανού, ορφανά, ορφανών, τα ορφανά
Waise στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwicklung στα ελληνικά - εκτέλεση, συναλλαγή, οικισμός, διεκπεραίωση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, δοσοληψία, ...
  • augenheilkunde στα ελληνικά - οφθαλμολογία, οφθαλμολογίας, Ophthalmology, οφθαλμολογικός, την οφθαλμολογία
  • ausdehnung στα ελληνικά - τεντώνω, έκταση, εκτόπισμα, διαστολή, τεζάρω, τεντώνομαι, προέκταση, ...
  • chroniken στα ελληνικά - χρονικά, Χρονικών, Chronicles, τα Χρονικά
Τυχαίες λέξεις
Waise στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορφανός, ορφανό, ορφανού, ορφανά, ορφανών, τα ορφανά