Ορφανός στα γερμανικά

Μετάφραση: ορφανός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waisenkind, verwaist, waise, Waise, Waisenkind, Waisen, für seltene Leiden
Ορφανός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορφανός

ορφανός δήμαρχος αλίμου, ορφανός ποτάμι, ορφανός αλιμος, ορφανός θάνος, ορφανός γιώργος, ορφανός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ορφανός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ορυχείο στα γερμανικά - schachtgrube, mine, entkernen, box, falle, steinbruch, entsteinen, ...
  • ορφανοτροφείο στα γερμανικά - waisenhaus, Waisenhaus, Waisen, Waisenhauses, Kinderheim
  • ορχήστρα στα γερμανικά - orchestergraben, orchester, parterre, kapelle, musikkapelle, Orchester, Orchestra, ...
  • οσμή στα γερμανικά - parfümieren, aroma, duftstoff, wittern, duft, geruch, Geruch, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορφανός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: waisenkind, verwaist, waise, Waise, Waisenkind, Waisen, für seltene Leiden