Wecken στα ελληνικά

Μετάφραση: wecken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεγείρω, ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, να διεγείρουν
Wecken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufbesserung στα ελληνικά - ΕΝΙΣΧΥΣΗ, ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ, ENHANCE, ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ, ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ
  • behaglicher στα ελληνικά - σπιτική, σπιτικό, φιλόξενα, homey, σπιτικός
  • bob στα ελληνικά - αναπηδώ, βαρίδι, Μπομπ, ο Bob, τον Bob
  • doktoren στα ελληνικά - γιατροί, οι γιατροί, ιατροί, γιατρούς, ιατρούς
Τυχαίες λέξεις
Wecken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεγείρω, ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, να διεγείρουν