Wirkung στα ελληνικά
Μετάφραση: wirkung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, έφεση, θέμα, δύναμη, εντύπωση, πρακτορείο, βία, επενέργεια, άθλημα, επίπτωση, επιχείρηση, κατάληξη, έκβαση, λειτουργία, γεγονός, αγωγή, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausstellen στα ελληνικά - παρουσιάζω, παράσταση, θέμα, δείχνω, οθόνη, έκθεμα, εμφαίνω, ...
- cellisten στα ελληνικά - τσελίστες, cellists, κορυφαίους βιολοντσελίστες, τους κορυφαίους βιολοντσελίστες
- demontiert στα ελληνικά - αποσυναρμολογηθεί, αποσυναρμολογημένα, αποσυναρμολογηθούν, αποσυναρμολογούνται, διαλυθούν
Τυχαίες λέξεις
Wirkung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, θέμα, δύναμη, εντύπωση, πρακτορείο, βία, επενέργεια, άθλημα, επίπτωση, επιχείρηση, κατάληξη, έκβαση, λειτουργία, γεγονός, αγωγή, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, θέμα, δύναμη, εντύπωση, πρακτορείο, βία, επενέργεια, άθλημα, επίπτωση, επιχείρηση, κατάληξη, έκβαση, λειτουργία, γεγονός, αγωγή, αποτέλεσμα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις