Zusammenarbeitend στα ελληνικά
Μετάφραση: zusammenarbeitend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, εργάζονται, που εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, εργάσιμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- begründen στα ελληνικά - βρήκα, διαπιστώνω, γη, θεσπίζω, φυτεύω, ιδρύω, καθιερώνω, ...
- bombardierung στα ελληνικά - βομβιστική επίθεση, βομβαρδισμούς, βομβαρδισμό, βομβαρδισμός, βομβαρδισμού
- brandsicher στα ελληνικά - πυρασφαλείας, πυρίμαχο, Πυρίμαχα, αντιπυρικό, αντιπυρικά
- delegierend στα ελληνικά - ανάθεση, αναθέτοντας, εκχώρησης, ανάθεσης, μεταθέτοντας
Τυχαίες λέξεις
Zusammenarbeitend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, εργάζονται, που εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, εργάσιμων
Μεταφράσεις: συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, εργάζονται, που εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, εργάσιμων